- υδατομέτρηση
- debi ölçme
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υδατομέτρηση — η η υδρομέτρηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδατομετρία — και υδατομέτρηση, η, Ν 1. η υδρομετρία 2. μέθοδος προσδιορισμού τής σκληρότητας τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + μετρία*] … Dictionary of Greek
υδρομέτρηση — η 1. μέτρηση υγρού, και κυρίως του νερού, σε ροή από αγωγό στη μονάδα του χρόνου, υδατομέτρηση. 2. μέθοδος προσδιορισμού της σκληρότητας του νερού, υδατομετρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)